εκφορά

εκφορά
Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά πήγαινε η εγχυτίστρια, κρατώντας χυτρίδα (κανάτα), απ’ όπου έχυνε μύρα στο λείψανο. Την κλίνη (φέρετρο) κρατούσαν τέσσερα πρόσωπα (αρχικά συγγενείς, αργότερα ξένοι με πληρωμή) ή μεταφερόταν σε νεκροφόρο αμάξι με δύο άλογα ή μουλάρια. Ακολουθούσαν άντρες έφιπποι, με την πανοπλία τους, και γυναίκες με μαύρα ή γκρίζα ρούχα. Η πομπή έκλεινε με τον αυλητή ή τους αυλητές, καθώς και τους πληρωμένους θρηνωδούς, άντρες ή γυναίκες. Οι επικήδειοι ύμνοι ονομάζονταν ιάλεμοι. Επικήδειοι λόγοι δεν συνηθίζονταν. Μετά την ε. και τον ενταφιασμό, ακολουθούσε το επικήδειο έθιμο περίδειπνον.
* * *
η (AM ἐκφορά)
1. μεταφορά προς τα έξω, απομάκρυνση
2. (για νεκρό) κηδεία, ξόδι
3. γραμμ. ο τρόπος συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως
(μσν.αρχ.) η έξοδος τού κύματος στην παραλία
αρχ.
1. (για το κρέας τών θυσιών) αποκόμιση, το να παίρνει ένας κρέας από θυσίες
2. διάδοση, κοινολόγηση («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῡ», Διογ. Λ.)
3. (για άλογο) φυγή
4. η προς τα έξω φορά, εκπνοή
5. προεξοχή οικοδομήματος
6. (για ιδέες) διατύπωση, έκφραση
7. παρέκβαση, παρέκκλιση από το πρέπον
8. παράγωγη λέξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκφορά — ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc/acc dual ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφορᾷ — ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφορά — η 1. κηδεία, ξόδι. 2. (γραμμ.), ιδιαίτερος τρόπος σύνταξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔκφορα — ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφορᾶι — ἐκφορᾷ , ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοράν — ἐκφορά̱ν , ἐκφορά carrying out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοράς — ἐκφορά̱ς , ἐκφορά carrying out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοραῖς — ἐκφορά carrying out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοραί — ἐκφορά carrying out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφορᾶς — ἐκφορά carrying out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”